- βιβλιοδετείο
- τοτο εργαστήριο όπου ενεργείται βιβλιοδεσία: Πήγε τις τυπωμένες σελίδες στο βιβλιοδετείο για να τις δέσει σε πολυτελές βιβλίο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βιβλιοδετείο — το εργαστήριο ή κατάστημα στο οποίο δένονται βιβλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλιοδέτης. Η λ. βιβλιοδετείον μαρτυρείται από το 1852 στον Αλέξ. Σούτσο] … Dictionary of Greek
Φαραντάι, Μάικλ — (Faraday, Νιούινγκτον, Σάρεϊ 1791 – Χάμπτον Κορτ, Λονδίνο 1867). Άγγλος φυσικός και χημικός. Γιος σιδηρουργού, προσελήφθη ως μαθητευόμενος σε ένα βιβλιοδετείο του Λονδίνου, όπου είχε τη δυνατότητα να διαβάζει κάθε είδους βιβλία, ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek
Φιλαδελφεύς — Επώνυμο 3 λογίων και επιστημόνων. 1. Χρίστος (1808 – 1892). Μεταφραστής, συγγραφέας και εκδότης. Καταγόταν από τη Φιλαδέλφεια της Μικράς Ασίας και σπούδασε στη Σμύρνη, όπου αργότερα διετέλεσε διευθυντής παρθεναγωγείου. Από εκεί πήγε στην Κέρκυρα… … Dictionary of Greek